- χυθρόγαυλος
- ὁ, Αβλ. χυτρόγαυλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυτρόγαυλος — ὁ, ΜΑ, και κυθρόγαυλος και χυθρόγαυλος Α ονομασία αγγείου, πιθανώς σε σχήμα κάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + γαυλός «είδος δοχείου»] … Dictionary of Greek